illicite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
illicite illicites

Επίθετο

[επεξεργασία]

illicite (fr) αρσενικό ή θηλυκό