image

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
image < μέση αγγλική image < παλαιά γαλλική image < λατινική imago

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

image (en)

  1. η εικόνα (οπτική αναπαράσταση ενός πράγματος)
  2. η νοητική εικόνα
  3. (πληροφορική) ένα αρχείο που περιέχει όλα τα δεδομένα μιας κατάτμησης σκληρού δίσκου και μπορεί να χρησιμεύσει για επαναφορά ενός συστήματος
  4. (μαθηματικά) ...

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

image < λατινική imago

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

image (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]