imbattable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.ba.tabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imbattable imbattables

imbattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αήττητος
  2. (κατ’ επέκταση) αχτύπητος, ανυπέρβλητος
  3. ακαταμάχητος