immature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

immature < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική immature < λατινική immaturus. Μορφολογικά αναλύεται σε im- + mature

Επίθετο[επεξεργασία]

immature (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

immature < (κληρονομημένο) μέση γαλλική immature < λατινική immaturus[1] Μορφολογικά αναλύεται σε im- + mature

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
immature immatures

immature (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. immature - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé