immensité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
immensité immensités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

immensité (fr) θηλυκό