immunisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
immunisation immunisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

immunisation (fr) θηλυκό