impart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

impart (en)

  1. μεταλαμπαδεύω, μεταδίδω γνώσεις, πληροφορίες, ικανότητες
  2. προσδίδω μια ιδιαίτερη ποιότητα σε κάτι