impel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας impel
γ΄ ενικό ενεστώτα impels
αόριστος impelled
παθητική μετοχή impelled
ενεργητική μετοχή impelling

Προφορά[επεξεργασία]

/ɪmˈpɛl/

Ρήμα[επεξεργασία]

impel (en) (επίσημο)

  1. αναγκάζω, ωθώ, τον κάνω να κάνει κάτι
    He felt impelled to marry her.
    Τον ανάγκασαν με το ζόρι να την παντρευτεί.
    He was impelled into crime by poverty.
    Ωθήθηκε στο έγκλημα από τη φτώχεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
  2. ωθώ, παρακινώ
     συνώνυμα: incite

Πηγές[επεξεργασία]