impero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impero (it)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impero < in- + paro

impero (la) ( imperō1, imperāvī, imperātum, imperāre)