importance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

importance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η σημασία, η σπουδαιότητα
    The issue doesn’t have much importance.
    Το θέμα δεν έχει πολλή σημασία.
    What’s the importance of him being alone or not?
    Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
    Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
     συνώνυμα:  anything και significance



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

importance (fr) θηλυκό