imprimé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό imprimé imprimés
θηλυκό imprimée imprimées

imprimé (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imprimé imprimés

imprimé (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη imprimer