improvisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | improvisé | improvisés |
θηλυκό | improvisée | improvisées |
Επίθετο
[επεξεργασία]improvisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | improvisé | improvisés |
θηλυκό | improvisée | improvisées |
improvisé (fr)