improvise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | improvise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | improvises |
αόριστος | improvised |
παθητική μετοχή | improvised |
ενεργητική μετοχή | improvising |
Ρήμα
[επεξεργασία]improvise (en)
- αυτοσχεδιάζω
- ↪ The actor forgot his lines and started to improvise.
- Ο ηθοποιός ξέχασε τα λόγια του κι άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει.
- ↪ I improvised on the piano.
- Αυτοσχεδίασα στο πιάνο.
- ↪ The actor forgot his lines and started to improvise.