imputation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
imputation imputations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imputation (fr) θηλυκό

  1. η κατηγορία, η απόδοση σε κάποιον
  2. η πίστωση
  3. η χρέωση σε κάποιον
  4. o καταλογισμός