in bed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in bed (en)
- (ιδιωματισμός) στο κρεβάτι, για σεξουαλικές σχέσεις
- ↪ She is good in bed.
- Είναι καλή στο κρεβάτι.
- ↪ She is good in bed.