in one's face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) κατάμουτρα, κάνω κάτι απευθείας σε κάποιον
- ↪ She laughed in my face.
- Μου γέλασε κατάμουτρα.
- ↪ She slammed the door in his face.
- Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
- ↪ She laughed in my face.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 426. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάμουτρα