in print

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in print < → δείτε τις λέξεις in και print

Έκφραση

[επεξεργασία]

in print (en)

  • (ιδιωματισμός) τυπωμένο και σε κυκλοφορία, για βιβλίο που είναι ακόμα διαθέσιμο από την εταιρεία που το εκδίδει