inaccuracy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inaccuracy (en)
- η ανακρίβεια, η ιδιότητα του ανακριβούς
- the inaccuracy of his statement was proved
- η ανακρίβεια, ανακριβής λόγος
- η έλλειψη ακρίβειας ενός οργάνου μέτρησης