inadaptable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
inadaptable inadaptables

Επίθετο

[επεξεργασία]

inadaptable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απροσάρμοστος
  2. δυσπροσάρμοστος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]