incubation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incubation (en)

  1. επώαση



      ενικός         πληθυντικός  
incubation incubations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incubation (fr) θηλυκό

  1. η επώαση