incurable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

incurable (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ανίατος, αγιάτρευτος, αθεράπευτος, που δεν θεραπεύεται
    Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
    an incurable disease - αγιάτρευτη/αθεράπευτη αρρώστια
  2. αθεράπευτος, που δεν μπορεί να αλλάξει
    He's an incurable romantic.
    Είναι ένας αθεράπευτος ρομαντικός.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

incurable (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]