indissolubly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indissolubly (en)

indissolubly linked - άρρηκτα συνδεδεμένος"