inemployable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inemployable < in- + employer + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inemployable inemployables

inemployable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αχρησιμοποίητος, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
  2. που δεν μπορεί να αποκτήσει κάποια εργασία, θέση