inenvisageable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inenvisageable < in- + envisager + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inenvisageable inenvisageables

inenvisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό