inexpérience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
inexpérience inexpériences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inexpérience (fr) θηλυκό