inexperience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inexperience (en) (μη μετρήσιμο)
- η απειρία
- ↪ She took advantage of her ignorance.
- Εκμεταλλεύτηκε την απειρία της.
- ↪ She took advantage of her ignorance.