infantilisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infantilisme | infantilismes |
infantilisme (fr) αρσενικό
- το παιδιάρισμα, ο παιδισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]και