infibulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infibulation | infibulations |
infibulation (fr) θηλυκό
- αγκτηριασμός, κλειτοριδεκτομή με παράλληλη αιδοιορραφή