infidélité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
infidélité infidélités

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infidélité < λατινική infidelitas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.fi.de.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infidélité (fr) θηλυκό

  1. η απιστία
     αντώνυμα: fidélité
  2. η αστάθεια σχετικά με μια υποχρέωση
     αντώνυμα: constance
  3. η έλλειψη ακρίβειας, η ανακρίβεια
     συνώνυμα: erreur, inexactitude
     αντώνυμα: exactitude

Συγγενικά

[επεξεργασία]