infiltration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infiltration < infiltrat(e) + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infiltration (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infiltration < infiltr(er) + -ation

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.fil.tʁa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infiltration infiltrations

infiltration (fr) θηλυκό