inflection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: infliction
      ενικός         πληθυντικός  
inflection inflections

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inflection (en)

  1. (γραμματική) κλίση
  2. διακύμανση φωνής, τόνος
     συνώνυμα:: stress, intonation