informulé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | informulé | informulés |
θηλυκό | informulée | informulées |
informulé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | informulé | informulés |
θηλυκό | informulée | informulées |
informulé (fr) αρσενικό