infranchissable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infranchissable < in- + franchir

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.fʁɑ̃.ʃi.sabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infranchissable infranchissables

infranchissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό