inherent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: inhérent

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈhɪəɹənt/ ή
ΔΦΑ : /ɪnˈhɛɹənt/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inherent < (άμεσο δάνειο) λατινική inhaerens, μετοχή ενεστώτα του ρήματος inhaerere

Επίθετο

[επεξεργασία]

inherent (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]