inhibit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inhibit < λατινική inhibitus < inhibeo < in + habeo

inhibit (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]