inhibition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inhibition (en)

  1. η αναστολή
  2. η αυτοσυγκράτηση
  3. συμπεριφορικός περιορισμός
  4. ο αυτοπεριορισμός

      ενικός         πληθυντικός  
inhibition inhibitions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inhibition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]