innéiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
innéiste < innéisme

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
innéiste innéistes

innéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
innéiste innéistes

innéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό