innocence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

innocence (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αθωότητα, έλλειψη ενοχής
    You assume his innocence.
    Θεωρείς ως δεδομένη την αθωότητά του.
     αντώνυμα: guilt
  2. η αθωότητα, αγνότητα ή έλλειψη κακίας
    a childlike innocence - παιδική αθωότητα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

innocence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]