innombrable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.nɔ̃.bʁabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
innombrable innombrables

innombrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]