ino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ino | inoj |
αιτιατική | inon | inojn |
ino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ino | inoj |
αιτιατική | inon | inojn |
ino (eo)