inquisiteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inquisiteur inquisiteurs

inquisiteur (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό inquisiteur inquisiteurs
θηλυκό inquisitrice inquisitrices

inquisiteur (fr)