insensitive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός insensitive
συγκριτικός more insensitive
υπερθετικός most insensitive

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insensitive < in- + sensitive

Επίθετο

[επεξεργασία]

insensitive (en)

  1. αναίσθητος, που δεν έχει συναισθήματα και δε συγκινείται
    He is insensitive to other people’s suffering.
    Είναι αναίσθητος στα βάσανα των άλλων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean
  2. αναίσθητος, που δεν αισθάνεται

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]