insociabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
insociabilité insociabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insociabilité (fr) θηλυκό