insouciance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insouciance (en)



      ενικός         πληθυντικός  
insouciance insouciances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insouciance (fr) θηλυκό