instruisto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
instruisto < instru + -ist- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instruisto (eo) αρσενικό, instruistino θηλυκό