intérieur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ʁjœʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό intérieur intérieurs
θηλυκό intérieure intérieures

intérieur (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intérieur intérieurs

intérieur (fr) αρσενικό