intensification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intensification intensifications

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intensification (fr) θηλυκό

  1. η αύξηση
  2. η εντατικοποίηση