interact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | interact |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interacts |
αόριστος | interacted |
παθητική μετοχή | interacted |
ενεργητική μετοχή | interacting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]interact (en)
- αλληλεπιδρώ
- ↪ Whales interact with each other by sound.
- Οι φάλαινες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ήχο.
- ↪ Whales interact with each other by sound.