interested

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός interested
συγκριτικός more interested
υπερθετικός most interested

interested (en)

  1. που ενδιαφέρεται, που με ενδιαφέρει
    I am interested in your story.
    Η ιστορία σου με ενδιαφέρει.
    I’d be interested to know what happened.
    Θα με ενδιέφερε να μάθω το συνέβη.
    The mayor is not interested in anything.
    Ο δήμαρχος δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.
    Those interested should be notified immediately!
    Να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι αμέσως!

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

interested (en)