interim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]interim (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interim | interims |
interim (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]interim (la)