interim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: intérim

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interim < λατινική interim

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɪntəɹɪm/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

interim (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interim interims

interim (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interim < inter (ανάμεσα) + im (αρχαϊκό επίρρημα από τη ρίζα της αντωνυμίας is (αυτό))

Επίρρημα

[επεξεργασία]

interim (la)